- αλιθοβόλητος
- η , ο [ος, ον] не закиданный камнями
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλιθοβόλητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε λιθοβολήθηκε: Όταν γινόταν πετροπόλεμος κανείς δεν έμενε αλιθοβόλητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλιθοβόλητος — η, ο [λιθοβολώ] αυτός που δεν λιθοβολήθηκε, δεν πετροβολήθηκε, απετροβόλητος … Dictionary of Greek